Το Υπουργείο φαίνεται ότι καταλήγει στο νέο
σύστημα επιλογής Διευθυντών Σχολικών Μονάδων, μετά την απόφαση του ΣτΕ σχετικά
με την αντισυνταγματικότητα της διαδικασίας επιλογής τους, όπως αυτή ίσχυε μέχρι
σήμερα (σχετική δημοσίευση: eduportal.gr).
Η πρωτοβουλία της κυβέρνησης για την ενεργό
εμπλοκή του Συλλόγου Διδασκόντων ήταν, κατά την άποψή μου, ιδιαίτερα θετική. Ο
λόγος ήταν ότι μέχρι τότε, βαρύνουσα σημασία στην επιλογή έπαιζε η συνέντευξη του υποψηφίου.
Απόλυτα φυσιολογικό για μια κανονική χώρα. Όχι για την Ελλάδα όμως, όπου η
συνέντευξη αποτελούσε το καλύτερο μέσο αξιολόγησης με κριτήριο το πόσο
"δικά μας παιδιά" ήταν οι υποψήφιοι. Οι συνέπειες των κομματικών
μεθόδων τραγικά, γνωστά και ολοφάνερα σε ολόκληρη την εκπαιδευτική κοινότητα.
Η συνέντευξη πέρασε για λίγο στην άκρη λοιπόν και
η εκπαίδευση γλύτωσε από κάποιους άχρηστους εγκάθετους. Ωστόσο, η αντικατάστασή της από
τη γνώμη του Συλλόγου Διδασκόντων έγινε με τρόπο υπερβολικό και προκλητικό.
Δυστυχώς, η διαδικασία πέρασε στο άλλο άκρο: Ενδιαφερόμενοι εκπαιδευτικοί δεν
είχαν δικαίωμα να είναι υποψήφιοι σε Σχολεία, όπου ο Σύλλογος δεν τους έδινε
ποσοστό ψήφων 20%, σε πολλές περιπτώσεις αφού απλά δεν τους γνώριζε.
Επιπλέον, η ρύθμιση που ίσχυε μέχρι σήμερα έδινε
στο Σύλλογο Διδασκόντων μια βαρύτητα της τάξης του 30% περίπου. Αυτό όμως στην
πράξη ήταν απολύτως ψευδές: Κανένας υποψήφιος δεν διέθετε τόσα επιστημονικά και
υπηρεσιακά προσόντα ώστε να καλύπτει το υπόλοιπο 70%. Έτσι, οι αποφάσεις των
Συλλόγων, όταν δεν απέρριπταν εντελώς κάποιους υποψήφιους, είχαν βαρύτητα άνω
του 50%.
Με απλά λόγια, στην πράξη ο Σύλλογος Διδασκόντων
αποφάσιζε ποιοι θα είναι υποψήφιοι και ποιος από αυτούς θα γίνει διευθυντής.
Υπήρξαν λοιπόν και αρνητικές συνέπειες στο
σύστημα που είχε εφαρμόσει η νέα κυβέρνηση. Για παράδειγμα, μπορούσε να γίνει
Διευθυντής οποιοσδήποτε ήταν αρεστός στον Σύλλογο Διδασκόντων, χωρίς να έχει
στοιχειώδη άλλα επιστημονικά ή υπηρεσιακά προσόντα, εκτός του πτυχίου με το
οποίο διορίστηκε (πάλι καλά...). Επίσης, στην ουσία κανένας εκπαιδευτικός, όσο
ικανός και να ήταν, δεν μπορούσε να θέσει υποψηφιότητα σε άλλη Σχολική Μονάδα από αυτήν που υπηρετούσε,
καθώς κανένας εκπαιδευτικός εκεί δεν θα τον ψήφιζε (εκτός αν ο απερχόμενος διευθυντής ήταν τόσο αντιπαθής, που οι εκπαιδευτικοί ήθελαν να τον ξεφορτωθούν πάση
θυσία). Ακόμη, σε κάποιες Σχολικές Μονάδες, η διαδικασία επιλογής διευθυντών
έπαιρνε τον χαρακτήρα προεκλογικής περιόδου με ταξίματα, κεράσματα, αγκαλιές ή
ακόμη και απειλές.
Τα σχολεία ωστόσο, δεν ανήκουν στο Σύλλογο
Διδασκόντων αλλά στο σύνολο της εκπαιδευτικής κοινότητας. Και οι διευθυντές
Σχολικών Μονάδων είναι Στελέχη του Υπουργείου και όχι Πρόεδροι πολιτιστικών ή εξωραϊστικών συλλόγων.
Οι παραπάνω υπερβολές, που σε κανένα φυσιολογικό
κράτος δεν συμβαίνουν, οδήγησαν στην αλλαγή του νόμου.
Κρίμα.
Ο Σύλλογος πρέπει να έχει λόγο, με μικρότερη
βαρύτητα και να μην επεμβαίνει στο ποιοι θα είναι υποψήφιοι διευθυντές και
ποιοι όχι. Θα πρέπει να έχει λόγο για αρκετά ακόμη χρόνια, μέχρι να ξηλωθεί εντελώς
ο κομματικός στρατός των άχρηστων και ανίκανων που έχει καθηλώσει στην
κυριολεξία την ελληνική εκπαίδευση. Θα πρέπει να έχει λόγο μέχρι να αλλάξει η
νοοτροπία των "δικών μας παιδιών".
Χάθηκε λοιπόν μια ευκαιρία. Ελπίζω τουλάχιστον,
να ληφθούν μέτρα ώστε να μην επανέλθει το σύστημα επιλογής όπως ακριβώς ίσχυε
παλαιότερα. Είναι πολύ εύκολο να θεσπιστούν δικλείδες ασφαλείας για
αντικειμενικές κρίσεις. Αρκεί να υπάρχει η βούληση να συμβεί κάτι τέτοιο. Το
ελπίζω, αλλά μετά από είκοσι χρόνια στη Δημόσια Εκπαίδευση, πολύ αμφιβάλλω γι' αυτό.
Μανόλης Κουσλόγλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου